καθηγουμένη

καθηγουμένη
καθηγέομαι
act as guide
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
καθηγέομαι
act as guide
pres part mid fem nom/voc sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθηγουμένῃ — καθηγέομαι act as guide pres part mp fem dat sg (attic epic) καθηγέομαι act as guide pres part mid fem dat sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγούμενος — ο, θηλ. καθηγουμένη (AM καθηγούμενος, θηλ. καθηγουμένη) βλ. καθηγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένη μτχ. ενεστ. τού ρ. καθηγοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • καθηγούμαι — (AM καθηγοῡμαι, έομαι, Α ιων. τ. κατηγοῡμαι) νεοελλ. (μόνο το αρσ. και θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο καθηγούμενος, η καθηγουμένη ηγούμενος, ηγουμένη μοναστηριού αρχ. 1. είμαι οδηγός, πηγαίνω μπροστά (α. «ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς», Ηρόδ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”